- φωτογράφηση
- [-ις (-εως)] η фотографирование, съёмка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού φωτογραφώ, η λήψη φωτογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφησις, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
φωτογράφηση — η η λήψη φωτογραφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροφωτογράφηση — η φωτογράφηση από τον αέρα, λήψη αεροφωτογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ + φωτογράφηση*, πρβλ. αγγλ. aerophotography] … Dictionary of Greek
εναντιόφωτος — η, ο «εναντιόφωτη φωτογράφηση» η φωτογράφηση κατά την οποία ο φωτισμός πέφτει απευθείας ή πλάγια μπροστά στη φωτογραφική μηχανή … Dictionary of Greek
στιγμιογράφηση — η, Ν (φωτογρ.) η φωτογράφηση που γίνεται σε ελάχιστο χρόνο, στιγμιαία φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιγμιαίος + γράφηση (< γραφώ)] … Dictionary of Greek
φωτογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραφία («φωτογραφική μηχανή» συσκευή που χρησιμεύει για τη λήψη φωτογραφιών) 2. το θηλ. ως ουσ. η φωτογραφική η τέχνη τού φωτογράφου 3. φρ. α) «φωτογραφική εμφάνιση» (φωτογρ.) το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
Λανγκ, Ντοροθέα — (Dorothea Lange, Χόμποκεν, Ολλανδία 1895 – Μαρίν Κάουντι, Καλιφόρνια 1965). Αμερικανίδα φωτογράφος. Το 1917 αποφοίτησε από την παιδαγωγική σχολή της Νέας Υόρκης και τα δύο επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek